Το φαινόμενο των Revolving Doors (ή «περιστρεφόμενων θυρών») αποτελεί έναν όρο που περιγράφει την εναλλαγή στελεχών μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, και συγκεκριμένα ανάμεσα σε ρυθμιστικές αρχές, κυβερνητικούς φορείς και μεγάλες επιχειρήσεις ή λόμπι. Η μεταφορά της «περιστρεφόμενης πόρτας» χρησιμοποιείται για να καταδείξει πώς ένα άτομο μπορεί να εισέλθει στον δημόσιο τομέα, στη συνέχεια να αποχωρήσει για να εργαστεί στον ιδιωτικό, και πιθανόν αργότερα να επιστρέψει πάλι σε κρατική θέση – όπως ακριβώς μια πόρτα που περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της.
Ο όρος Revolving Doors
εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις αρχές του 20ού αιώνα,
όταν άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι αρκετοί πολιτικοί ή ρυθμιστές που ασκούσαν
εποπτικό ρόλο σε συγκεκριμένους τομείς (όπως τράπεζες, φαρμακευτικές, ή
αμυντική βιομηχανία) μετακινούνταν στη συνέχεια σε υψηλόβαθμες θέσεις στις
ίδιες εταιρείες που προηγουμένως όφειλαν να ελέγχουν. Αντίστροφα, στελέχη του
ιδιωτικού τομέα συχνά διορίζονταν σε κυβερνητικές θέσεις, μεταφέροντας μαζί
τους τις σχέσεις και τα συμφέροντα των εταιρειών τους.
Οι δύο βασικές μορφές
του φαινομένου
Το φαινόμενο μπορεί να
πάρει δύο κύριες μορφές:
- Από το Δημόσιο στον Ιδιωτικό
τομέα (Public
to Private)
Πρόκειται για την περίπτωση όπου ένας δημόσιος λειτουργός, πολιτικός ή ρυθμιστής αποχωρεί από τη θέση του και αναλαμβάνει εργασία σε ιδιωτική επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον τομέα τον οποίο προηγουμένως επόπτευε. Αυτό δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για σύγκρουση συμφερόντων: μήπως οι αποφάσεις που πήρε στο παρελθόν επηρεάστηκαν από τη μελλοντική του επαγγελματική προοπτική; - Από τον Ιδιωτικό στον Δημόσιο
τομέα (Private
to Public)
Στην αντίθετη περίπτωση, άτομα από τον ιδιωτικό τομέα διορίζονται σε κυβερνητικές ή ρυθμιστικές θέσεις. Εδώ τίθεται το ερώτημα: μπορούν αυτά τα στελέχη να ασκήσουν αντικειμενικό έλεγχο σε εταιρείες με τις οποίες διατηρούσαν ή διατηρούν στενούς δεσμούς;
Επιπτώσεις και
προβληματισμοί
Το φαινόμενο των Revolving
Doors έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στη δημοκρατία όσο και στη λειτουργία
της οικονομίας.
- Σύγκρουση συμφερόντων: Όταν οι ίδιοι άνθρωποι
εναλλάσσονται ανάμεσα στους ρόλους του ρυθμιστή και του ρυθμιζόμενου,
υπάρχει ο κίνδυνος, (ή υφίσταται η αίσθηση), ότι οι αποφάσεις τους μπορεί
τελικά να μην εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον αλλά συγκεκριμένα ιδιωτικά
συμφέροντα.
- Ρυθμιστική αιχμαλωσία
(Regulatory Capture): Πρόκειται για την κατάσταση όπου οι ρυθμιστικές αρχές παύουν να
λειτουργούν ως ανεξάρτητοι ελεγκτικοί μηχανισμοί και, αντίθετα,
εξυπηρετούν τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που θα έπρεπε να ελέγχουν.
- Διαφθορά και απώλεια
εμπιστοσύνης:
Το φαινόμενο ενισχύει την πεποίθηση ότι «το σύστημα είναι στημένο»,
μειώνοντας την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.
- Αθέμιτος ανταγωνισμός: Εταιρείες που έχουν «πρόσβαση»
σε πρώην πολιτικούς ή ρυθμιστές αποκτούν πλεονέκτημα έναντι άλλων που δεν
έχουν αντίστοιχες διασυνδέσεις.
Ας δούμε ορισμένα
παραδείγματα από το διεθνή χώρο:
Στις Ηνωμένες
Πολιτείες Αμερικής και ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αρκετά
στελέχη της Goldman Sachs έχουν υπηρετήσει σε κορυφαίες θέσεις στο Υπουργείο
Οικονομικών ή στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα, και αντιστρόφως. Αυτό έχει
δημιουργήσει την εντύπωση μιας «στενής σχέσης» μεταξύ Wall Street και κυβέρνησης.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση,
η περίπτωση του José Manuel Barroso, πρώην Προέδρου της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, που προσελήφθη από την Goldman Sachs μετά τη λήξη της θητείας του,
προκάλεσε έντονες αντιδράσεις για το αν η ανεξαρτησία του θεσμού είχε τεθεί υπό
αμφισβήτηση.
Στον Φαρμακευτικό
τομέα συχνά υψηλόβαθμα στελέχη εταιρειών φαρμάκων διορίζονται σε επιτροπές
που εγκρίνουν φάρμακα ή καθορίζουν πολιτικές υγείας, με αποτέλεσμα να τίθεται
ζήτημα αντικειμενικότητας.
Στην ελληνική
πραγματικότητα, το
φαινόμενο έχει εμφανιστεί κυρίως στον χώρο της πολιτικής και των δημοσίων
έργων. Υπήρξαν περιπτώσεις πρώην υπουργών που ανέλαβαν θέσεις σε εταιρείες που
προηγουμένως είχαν εμπλοκή με κρατικές συμβάσεις, όπως και αντίστροφα,
επιχειρηματίες που διορίστηκαν σε κυβερνητικές θέσεις. Αν και το φαινόμενο δεν
έχει λάβει την ίδια έκταση και προβολή με άλλες χώρες, η παρουσία του είναι
υπαρκτή δημιουργώντας αίσθημα αμφισβήτησης της καθαρότητας των διαδικασιών,
χωρίς βέβαια να έχουν προκύψει νομικά ζητήματα.
Πολλές χώρες έχουν
αναγνωρίσει τους κινδύνους του φαινομένου και έχουν θεσπίσει μέτρα για τον
περιορισμό του τα οποία λίγο πολύ είναι τα εξής:
(α) Περίοδος
«καραντίνας» (Cooling-off period): Ορισμένα κράτη επιβάλλουν ένα χρονικό διάστημα (συνήθως 1-2
χρόνια) κατά το οποίο ένας πρώην δημόσιος λειτουργός δεν μπορεί να εργαστεί
στον ιδιωτικό τομέα που σχετίζεται με τις αρμοδιότητές του.
(β) Διαφάνεια: Υποχρεωτική γνωστοποίηση των
επαγγελματικών δραστηριοτήτων πρώην αξιωματούχων.
(γ) Ενίσχυση ανεξαρτησίας θεσμών: Δημιουργία ανεξάρτητων αρχών που επιβλέπουν την τήρηση των κανόνων. Επί παραδείγματι στη Γαλλία όπου το φαινόμενο φέρει το όνομα pantouflage αυστηροί έχει δημιουργηθεί ειδική Ανεξάρτητη Αρχή η Haute Autorité pour la Transparence de la Vie Publique (HATVP) που επιλαμβάνεται τέτοιων ζητημάτων. Σύμφωνα με την λοιπόν με τη HATVP, υπάρχει καθορισμένη περίοδος «καραντίνας» (cooling-off period) διάρκειας τριών ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας πρώην υπουργοί και υψηλόβαθμοι δημόσιοι λειτουργοί δεν μπορούν να αναλάβουν θέσεις στον ιδιωτικό τομέα με άμεση σχέση με τις προηγούμενες αρμοδιότητές τους. Πριν τη λήψη οποιουδήποτε ρόλου, απαιτείται έγκριση από την HATVP και δηλώνεται η νέα δραστηριότητά τους με διαφάνεια. Η παραβίαση αυτών των κανόνων επιφέρει βαριές κυρώσεις, όπως πρόστιμα (έως €60.000), δημόσια διαπόμπευση και –σε ακραίες περιπτώσεις– ποινικές διώξεις
Πέρα
από τη νομική ρύθμιση, υπάρχει και η ηθική διάσταση. Το ερώτημα που τίθεται
είναι: μέχρι ποιο σημείο είναι θεμιτό ένας πολιτικός ή δημόσιος λειτουργός
να εκμεταλλεύεται την εμπειρία και τις διασυνδέσεις που απέκτησε υπηρετώντας το
δημόσιο συμφέρον, προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων; Από τη μια, οι
υποστηρικτές του φαινομένου υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια «φυσιολογική
κινητικότητα» της αγοράς εργασίας και ότι η εμπειρία που αποκτούν τα
στελέχη στον δημόσιο τομέα είναι πολύτιμη για τον ιδιωτικό και αντίστροφα. Από
την άλλη, οι επικριτές θεωρούν ότι το φαινόμενο υπονομεύει τη δημοκρατία
και οδηγεί σε μια μορφή «ολιγαρχικής διαπλοκής».
Προφανώς κανείς δεν έχει
το δικαίωμα να κρίνει έντιμους πολιτικούς, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς,
στελέχη με πλούσιο βιογραφικό, επιτυχίες και προσφορά, όταν ακολουθούν τη μία ή
την άλλη διαδρομή και ούτε αμφισβητείται η ηθική ακεραιότητα τους ως
προσωπικότητες. Όμως σε πολλές περιπτώσεις μία τέτοια επαγγελματική επιλογή
μπαίνει στο μικροσκόπιο της κοινής γνώμης και ευρύτερα της κοινωνίας. Το φαινόμενο των Revolving Doors δεν
είναι απλώς ένα ζήτημα επαγγελματικής κινητικότητας. Αποτελεί έναν από τους πιο
σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη διαφάνεια, τη λειτουργία της
δημοκρατίας και την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Παρά τις προσπάθειες
ρύθμισης, η πραγματικότητα δείχνει ότι πρόκειται για μια πρακτική βαθιά
ριζωμένη στις σχέσεις εξουσίας και οικονομικών συμφερόντων. Η αντιμετώπισή της
απαιτεί όχι μόνο θεσμικές αλλαγές αλλά και μια αλλαγή κουλτούρας γύρω από το τι
θεωρείται αποδεκτό και θεμιτό στη δημόσια ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου