Η πλέον γνωστή εκπαιδευτική τεχνική που έρχεται στο μυαλό του αναγνώστη όταν σκέφτεται τη διδασκαλία είναι η τεχνική της «εισήγησης». Η εικόνα του καθηγητή που στέκεται μπροστά σε μια τάξη και μιλάει, πολλές φορές μάλιστα μονοπωλώντας τον περισσότερο χρόνο του μαθήματος, αποτελεί κυρίαρχη εμπειρία για όσους από τους αναγνώστες πέρασαν ως μαθητές από όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Είναι ενδεικτικό ότι σε πολλούς οργανισμούς εκπαίδευσης, και ιδιαίτερα σε οργανισμούς εκπαίδευσης ενηλίκων, οι διδάσκοντες αποκαλούνται «εισηγητές».
Σε πολλές εμπειρικές έρευνες αλλά και σε βιβλιογραφικές αναφορές (Μπούσιου 2003, Κόκκος 2003) για την εισήγηση χρησιμοποιείται ο όρος «μονόλογος», υποδεικνύοντας ακριβώς τον σημαντικό ρόλο του καθηγητή – δασκάλου στον προσδιορισμό και την υλοποίηση του μαθήματος. Σε περιπτώσεις που η εισήγηση χρησιμοποιείται ως τεχνική διδασκαλίας και εφόσον ο καθηγητής διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες παρουσίασης ή μια χαρισματική προσωπικότητα, τότε οι μαθητές ή φοιτητές είναι σίγουρο ότι θα απολαύσουν μια χρήσιμη και εμπνευσμένη διδακτική εμπειρία. Σίγουρα όμως δεν έχουν όλοι οι καθηγητές τις ίδιες ικανότητες ούτε μπορούν να διδάσκουν μέσω εισήγησης επιτυγχάνοντας πάντοτε υψηλά επίπεδα απόδοσης.
«Καλός καθηγητής -καλός ομιλητής, κακός καθηγητής -βαρετή διάλεξη»
Εάν ανατρέξει κανείς στα μαθητικά του χρόνια και ιδιαίτερα στο Λύκειο θα συνειδητοποιήσει ότι κατηγοριοποιούσε τους καθηγητές σε «καλούς» και «κακούς» ανάλογα με το μάθημα που έκαναν και την αυστηρότητα που επεδείκνυαν στο κομμάτι της αξιολόγησης του μαθήματος. Χωρίς να χρειαστεί κανείς να επικαλεστεί κανείς έρευνες και μελέτες, είναι γεγονός ότι η πλειοψηφία των μαθητών αποδεχόταν και εκτιμούσε περισσότερο έναν καθηγητή που μπορεί να ήταν αυστηρός στην αξιολόγηση και στις απαιτήσεις του αλλά πολύ καλός στην «παράδοση» του μαθήματος, παρά έναν καθηγητή ο οποίος ήταν ελαστικός στην βαθμολογία του για να καλύψει την ανεπάρκειά του ή την έλλειψη διάθεσης και το κακό –βαρετό μάθημα.
Καλές Πρακτικές για την Εισήγηση στο Επίπεδο του Σχεδιασμού
Στο σημείο αυτό αναλύονται προτάσεις και συμβουλές για τη βελτίωση της εισήγησης στο επίπεδο του σχεδιασμού, προτού δηλαδή ο εισηγητής μπει στην τάξη. Οι προτάσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν βοήθεια στο στάδιο της προετοιμασίας του εισηγητή για να διδάξει.
Η εισήγηση συνδέεται με τις εκπαιδευτικές ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και τις εμπειρίες των εκπαιδευόμενων και κινείται στα πλαίσια του γνωστικού τους πεδίου.
Αυτό σημαίνει ότι ο εισηγητής έχει αναλύσει ιδιαίτερα το κοινό στο οποίο απευθύνεται, έχει αξιολογήσει τις προσδοκίες που έχουν από το μάθημα του και γνωρίζει ιδιαίτερα ποια στοιχεία θα αναδείξει.
Η Δομή της εισήγησης είναι συγκροτημένη (εισαγωγή, κυρίως θέμα, θεματικές υποενότητες, επίλογος, σύνοψη, σύνθεση).
Η εισήγηση θα πρέπει να χωρίζεται σε υποενότητες ώστε να μπορούν οι μαθητές να παρακολουθούν τη ροή του υλικού και της πληροφορίας ευκολότερα ενώ, ταυτόχρονα εξασφαλίζεται ότι δεν θα ξεχαστεί από παράλειψη η εξέταση κάποιας έννοιας χρήσιμης για την επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων. Η λογική αυτή θα πρέπει να διαπνέει και το έντυπα που θα μοιραστούν στους διδασκόμενους ως υποστηρικτικό υλικό. Με άλλα λόγια, το «κείμενο της εισήγησης» θα πρέπει να είναι γραμμένο με τέτοιον τρόπο ώστε, αν οι διδασκόμενοι το μελετήσουν πριν (εφόσον τους έχει μοιραστεί πρωτύτερα) ή μετά την εισήγηση σε χρόνο που επιθυμούν οι ίδιοι, να μπορούν να το διαβάσουν ευχάριστα και με ξεκούραστο τρόπο, ανακαλώντας στην μνήμη τους τις λεπτομέρειες από την εισήγηση που παρακολούθησαν.
Η εισήγηση περιορίζεται στα αναγκαία στοιχεία και δεν επεκτείνεται σε λεπτομέρειες. Έτσι ο μονόλογος περιορίζεται κατά μέγιστο σε 20 λεπτά.
Πολύ συχνά συμβαίνει η εισήγηση να ωθεί τον εκπαιδευτή να επιβαρύνει υπερβολικά ένα πρόγραμμα με έννοιες, λεπτομέρειες και υλικό από το άγχος μήπως και δεν γεμίσει τον χρόνο του μαθήματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στην πορεία να κουράζει τους εκπαιδευόμενους αναγκάζοντας τον εισηγητή είτε να προσπαθεί να «απαλλαγεί» από τις περιττές έννοιες είτε να προχωρά πολύ γρήγορα και να προκαλεί σύγχυση στους διδασκόμενους, αφού είναι αδύνατο να ελέγξει εάν αφομοιώνονται πλήρως οι έννοιες που διδάσκει. Είναι λοιπόν ιδιαίτερα σημαντικό για τον εκπαιδευτή να έχει δουλέψει πολύ στο κομμάτι της σχέσης εννοιών – χρόνου. Οφείλει δηλαδή να ελέγξει κατά πόσο αυτά που έχει να πει ξεπερνούν τον διαθέσιμο χρόνο της εισήγησης. Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, εναλλακτικά να κάνει μια δοκιμαστική εισήγηση στο γραφείο ή στο σπίτι συνυπολογίζοντας πιθανές ερωτήσεις και παρατηρήσεις των εκπαιδευόμενων, ώστε να βεβαιωθεί ότι η εισήγηση έχει τα αναγκαία στοιχεία και τον σωστό χρόνο, χωρίς περιττές λεπτομέρειες.
Έλεγχος της Αίθουσας Διδασκαλίας και των Εποπτικών Μέσων
Πριν μπει ο εισηγητής στην αίθουσα θα πρέπει να έχει μια εικόνα του χώρου στον οποίο θα διδάξει. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τον απασχολήσει η ακουστική της αίθουσας, η απόσταση που θα έχει από τους εκπαιδευόμενους αλλά και τα εποπτικά μέσα που θα έχει στην διάθεση του. Ο έλεγχος αυτός είναι απαραίτητος για να αποφευχθούν δυσάρεστες εκπλήξεις οι οποίες θα δυσχεράνουν το εκπαιδευτικό έργο.
Καλές Πρακτικές κατά την υλοποίηση της εισήγησης
Στο τμήμα αυτό αναλύονται προτάσεις και συμβουλές για τη βελτίωση της εισήγησης κατά τη διάρκεια υλοποίησης της. Επίσης, προτείνονται τρόποι με τους οποίους η διδακτική διαδικασία καθίσταται αποτελεσματικότερη, χωρίς δραματική αλλαγή του περιεχομένου που θα διδαχθεί. Συγκεκριμένα:
Ο καθηγητής διανέμει εκ των προτέρων τα κύρια σημεία, ώστε οι διδασκόμενοι να μπορούν ανά πάσα στιγμή να παρακολουθήσουν τη ροή της εισήγησης
Σε ένα υλικό που δεν θα ξεπερνά τις δύο σελίδες ο εκπαιδευτής καταγράφει τα κύρια σημεία, τις έννοιες κλειδιά, ορισμούς κ.ά. Εναλλακτικά, μπορούν να μοιραστούν οι οθόνες PowerPoint με τη μορφή σημειώσεων ακροατηρίου.
Ο καθηγητής κάνει συστάσεις σχετικά με τις σημειώσεις που κρατά το ακροατήριο
Ο μονόλογος ενός καθηγητή δεν αναπτύσσει την αυτοπεποίθηση των μαθητών ιδιαίτερα ως προς το πώς μπορούν να μάθουν κάτι μόνοι τους. Πολλές φορές μάλιστα ωθούνται στην παθητική συγγραφή σημειώσεων, η οποία δεν βοηθά τη μάθηση, ενώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος ορισμένες έννοιες να καταγραφούν με λανθασμένο τρόπο. Έτσι ο καθηγητής θα πρέπει, εφόσον έχει σιγουρευτεί γι’ αυτό, να πληροφορήσει το κοινό της τάξης ότι δεν χρειάζεται να κρατούν σημειώσεις αφού πολλά από αυτά που λέει βρίσκονται αναλυτικά στο εγχειρίδιο ή στο κείμενο της εισήγησης που έχει μοιράσει.
Είναι προτιμότερο λοιπόν τις όποιες σημειώσεις ή παρατηρήσεις να τις κάνουν οι μαθητές πάνω στο τυπωμένο κείμενο του βιβλίου ή της εισήγησης, αφού βέβαια πάρουν κατευθύνσεις από τον καθηγητή για τις αντιστοιχίες του κειμένου με τα λεγόμενα στο μάθημα. Με αυτόν τον τρόπο αποδεσμεύεται και ο καθηγητής και μπορεί να εκμεταλλευτεί το συγκριτικό του πλεονέκτημα με άλλους τρόπους επικοινωνίας ενώ οι μαθητές νιώθουν μεγαλύτερη σιγουριά, παραμένουν προσηλωμένοι στο μάθημα και συμμετέχουν ενεργά σε άλλες δράσεις συνεργασίας και μάθησης.
Η εισήγηση υποστηρίζεται από οπτικοακουστικά μέσα.
Τα αποτελέσματα των μελετών δείχνουν ότι η προβολή οπτικοακουστικού υλικού που περιλαμβάνει προβολή DVD, αναπαραγωγή κασετών μαγνητοφώνου, χρήση υπολογιστή και επίσκεψη σε διαδικτυακούς τόπους, αλλά και η συζήτηση πάνω σε αυτά, είναι το ίδιο αποτελεσματικά με την εισήγηση στη μετάδοση πληροφοριών.
Ο καθηγητής απευθύνει ερωτήσεις στο κοινό ανάμεσα στις υποενότητες της εισήγησης
Συνηθίζεται στο τέλος της εισήγησης, που συχνά υπερβαίνει τα 30 λεπτά, ο καθηγητής να ρωτά τους διδασκόμενους αν κατάλαβαν όλοι ή αν κάποιος θέλει να κάνει κάποια ερώτηση στα 5 λεπτά που απομένουν. Ο χρόνος όμως αυτός είναι πολύ λίγος για διάλογο και κανείς δεν έχει την διάθεση ή το θάρρος να κάνει ερωτήσεις εκείνη την στιγμή. Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη, για την καλύτερη κατανόηση των εννοιών και την ενθάρρυνση της συμμετοχής ο καθηγητής θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να θέτουν ερωτήματα ελεύθερα όταν ολοκληρώνεται μια υποενότητα της εισήγησης.
Ο Εισηγητής πραγματοποιεί παύσεις στην ροή της παρουσίασης
Η σιωπή ανάμεσα στις παρατηρήσεις του καθηγητή είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της εισήγησης. Μια παύση στη ροή της παρουσίασης δίνει τον χρόνο στους μαθητές για συγκέντρωση και σκέψη ή απλώς για ολοκλήρωση των σημειώσεων. Ένα κενό διάστημα ανάμεσα στις λέξεις μπορεί να ενθαρρύνει τους μαθητές να συμμετάσχουν ή απλώς να τους βοηθήσει να αφομοιώσουν αυτά που έχουν διδαχθεί. Η επιλογή του χρόνου των παύσεων απαιτεί ταλέντο, εμπειρία και εξάσκηση. Σίγουρα όμως οι παύσεις είναι μεγαλύτερες μετά τα πρώτα 45 λεπτά όταν και η συγκέντρωση των μαθητών φτάνει στο χαμηλότερο σημείο.
Ο καθηγητής παρατηρεί τις αντιδράσεις των ακροατών (γλώσσα του σώματος).
Στο τέλος της εισήγησης ενδείκνυται οι διδασκόμενοι να επεξεργάζονται ερωτήσεις ή να σχολιάζουν και να αντλούν συμπεράσματα, κατανεμημένοι σε ομάδες εργασίας,.
Η πρακτική αυτή ενισχύει ιδιαίτερα τη συνεργατική μάθηση, ενώ βοηθά στη σύνθεση όσων ειπώθηκαν και στη δημιουργική ανατροφοδότηση των εκπαιδευομένων.
Ο καθηγητής βιντεοσκοπεί την εισήγηση ώστε να αυτοαξιολογηθεί και να προβεί σε βελτιώσεις.
Ο καθηγητής μπορεί να ζητήσει από κάποιον συνάδελφο ή από κάποιον μαθητή που έχει τις απαραίτητες γνώσεις να βιντεοσκοπήσει την εισήγηση του. Θα πρέπει η θέση στην οποία βρίσκεται το άτομο που βιντεοσκοπεί να είναι τέτοια ώστε να μην ενοχλεί ή επηρεάζει τον εισηγητή και να μην αφαιρείται το κοινό που παρακολουθεί.
Εισήγηση όχι μονόλογος
ΑπάντησηΔιαγραφή